- μεσαμβρινόν
- μεσᾱμβρινόν , μεσημβρινόςbelonging to noonmasc acc sg (doric)μεσᾱμβρινόν , μεσημβρινόςbelonging to noonneut nom/voc/acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MERIDIANUS Daemon — in versino Graeca Psalmo 91. v. 5. et 6.ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας, ἀπὸ πρἁτματος εν σκότεί διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ, a sagitta velit ante interdiu: a peste in caligine pervadente, a lue et daemone meridiano.… … Hofmann J. Lexicon universale
μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… … Dictionary of Greek